- μώλυσις
- μώλυσις και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [μωλύ(ν)ω]1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση3. ταχεία αύξηση σιτηρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μώλυσις — imperfect boiling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλυσιν — μώλυσις imperfect boiling fem acc sg μῶλυ moly neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωλύσεως — μωλύσεω̆ς , μώλυσις imperfect boiling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)